- κατασπάζω
- και κατασπάνω και κατασπώ (AM κατασπῶ, -άω)σπάζω κάτι τελείως, τό κάνω κομμάτια, κατακομματιάζωνεοελλ.εκνευρίζω κάποιον υπερβολικάαρχ.1. τραβώ κάτω2. (για πλοία) σύρω στη θάλασσα3. δρέπω καρπούς από κάποιον4. πάσχω από σπασμούς5. λιποθυμώ6. έλκω προς τα κάτω ή προς τα έξω7. εξάγω8. καταπίνω, καταβροχθίζω9. γκρεμίζω, καταστρέφω10. διασπώ11. κατεβάζω, χαμηλώνω τον τόνο12. επισπεύδω, επιταχύνω13. παθ. κατασπῶμαι(για σπασμένο οστό) μετατίθεμαι προς τα κάτω, μετατοπίζομαι14. (το απρμφ. ως ουσ.) τὸ κατασπᾱνμια από τις λαβές τής πάλης.
Dictionary of Greek. 2013.